- κονιόμετρο
- τοσυσκευή προσδιορισμού τών μορίων κονιορτού που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα ενός χώρου, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στις πραγματογνωμοσύνες για διερεύνηση τών αιτίων που προξενούν τις πνευμονοκονιάσεις στα ορυχεία και στα εργαστήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. conimeter < coni(o)- (< κονία) + -meter (< γαλλ. -metre < μέτρον)].
Dictionary of Greek. 2013.